- ασιανίζω
- (Μ ἀσιανίζω) [ασιανός]μιμούμαι τους Ασιάτες σε τρόπους έκφρασης ή στον τρόπο ζωής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασιανισμός — ο [ασιανίζω] 1. το να ζει κανείς όπως οι Ασιάτες, μέσα στην πολυτέλεια και στις απολαύσεις 2. η μοιρολατρική νοοτροπία 3. η βαρβαρότητα 4. θεωρία σύμφωνα με την οποία η Ασία μπορεί να είναι απολύτως αυτάρκης 5. (φιλολογικός όρος) η τάση ορισμένων … Dictionary of Greek